|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο wandering παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: star
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
wandering adj | (walking aimlessly) | περιφερόμενος, περιπλανώμενος μτχ ενεστ |
| | που περιπλανιέται περίφρ |
| | που περπατά άσκοπα περίφρ |
| The wandering group eventually decided to stop for lunch. |
| Η παρέα που περιπλανιόταν αποφάσισε τελικά να σταματήσει για μεσημεριανό. |
wandering adj | figurative (thoughts: meandering) (μεταφορικά) | που ταξιδεύει περίφρ |
| | ταξιδιάρικος επίθ |
| Nancy's wandering thoughts refused to stay focused on the task she was working on. |
| Οι σκέψεις της Νάνσι ταξίδευαν και δεν την άφηναν να παραμείνει συγκεντρωμένη στην εργασία που εκτελούσε. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
wandering adj | figurative (conversation: that digresses) (μεταφορικά) | που ξεφεύγει περίφρ |
| (μεταφορικά, λόγιος) | που παρεκτρέπεται περίφρ |
| The wandering conversation covered music, travel, sport, and many other subjects. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
wander⇒ vi | (stroll) | κάνω βόλτα περίφρ |
| | περπατάω, περπατώ ρ αμ |
| (χωρίς σκοπό) | περιπλανιέμαι ρ αμ |
| Adam wandered along the beach. |
| Ο Άνταμ περπατούσε κατά μήκος της παραλίας. |
wander vi | (walk aimlessly) | περιφέρομαι, περιπλανιέμαι ρ αμ |
| Jessica didn't really know where she was going; she was just wandering. |
| Η Τζέσικα δεν ήξερε που πήγαινε πραγματικά· απλά περιφερόταν. |
wander [sth]⇒ vtr | (roam) | περιπλανιέμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| The poet wandered the hills, seeking inspiration. |
wander from [sth] vi + prep | (stray from: a path) | απομακρύνομαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| Mind you don't wander from the straight and narrow! |
| Πρόσεξε να μην απομακρυνθείς από τον ίσιο δρόμο. |
wander⇒ vi | figurative (mind, thoughts: stray from subject) (μεταφορικά) | ταξιδεύω, περιπλανιέμαι ρ αμ |
| Dan was trying to concentrate on his work, but his mind kept wandering. |
| Ο Νταν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, αλλά το μυαλό του ταξίδευε. |
wander from [sth] vi + prep | figurative (digress from: a subject) (μεταφορικά) | ξεφεύγω από κτ ρ αμ + πρόθ |
| The absent minded professor frequently wandered from his subject onto other topics. |
| Ο αφηρημένος καθηγητής συχνά ξέφευγε από το αντικείμενό του και το πήγαινε σε άλλα θέματα. |
wander n | (walk, stroll) | βόλτα ουσ θηλ |
| | περίπατος ουσ αρσ |
| | περπάτημα ουσ ουδ |
| Feeling the need for some fresh air and exercise, Lydia decided to go for a wander. |
| Νιώθοντας την ανάγκη για λίγο φρέσκο αέρα και άσκηση, η Λίντια αποφάσισε να πάει μια βόλτα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
wander vi | figurative (conversation: go off topic) (μεταφορικά) | ξεφεύγω ρ αμ |
| (μεταφορικά, λόγιος) | παρεκτρέπομαι ρ αμ |
| The group of friends had been discussing politics, but somehow the conversation had wandered and they were now talking about football. |
wander vi | (person: go off topic) | μιλάω για άσχετα πράγματα, βγαίνω εκτός θέματος περίφρ |
| It's hard to follow Jean's train of thought; she tends to wander. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|